словарь английский - греческий

English - ελληνικά

low на греческом языке:

1. χαμηλό χαμηλό


Το επίπεδο νερού είναι χαμηλό αυτό το καλοκαίρι.

Греческий слово "low«(χαμηλό) встречается в наборах:

Κορυφαίες Αγγλικές Λέξεις 901 - 950

2. χαμηλός χαμηλός



Греческий слово "low«(χαμηλός) встречается в наборах:

100 Adjectives