словарь английский - греческий

English - ελληνικά

loss на греческом языке:

1. απώλεια απώλεια



Греческий слово "loss«(απώλεια) встречается в наборах:

Οι 15 κύριες λέξεις επιχειρήσεων στα αγγλικά
Notes 19/12/2017(2)