словарь английский - греческий

English - ελληνικά

less на греческом языке:

1. λιγότερο


Ένα άτομο περισσότερο ή λιγότερο δεν κάνει και μεγάλη διαφορά.

Греческий слово "less«(λιγότερο) встречается в наборах:

Κορυφαίες Αγγλικές Λέξεις 501 - 550
Και,ή,αλλά,οπότε - And, or, but, so