словарь английский - греческий

English - ελληνικά

later на греческом языке:

1. αργότερα αργότερα


Ένα χρόνο αργότερα γεννήθηκε ο Παύλος.

Греческий слово "later«(αργότερα) встречается в наборах:

Κορυφαίες Αγγλικές Λέξεις 301 - 350
Χρόνος - Time

2. ύστερα ύστερα