словарь английский - греческий

English - ελληνικά

finger на греческом языке:

1. δάχτυλο χεριού δάχτυλο χεριού



Греческий слово "finger«(δάχτυλο χεριού) встречается в наборах:

Companion 3a

2. δάχτυλο δάχτυλο


Το μεσαίο δάχτυλο είναι το μακρύτερο.

Греческий слово "finger«(δάχτυλο) встречается в наборах:

Μέρη του σώματος στα αγγλικά