словарь английский - греческий

English - ελληνικά

drawing на греческом языке:

1. ζωγραφική ζωγραφική



Греческий слово "drawing«(ζωγραφική) встречается в наборах:

Δραστηριότητες για τον ελεύθερο χρόνο στα αγγλικά

2. σχέδιο σχέδιο



Греческий слово "drawing«(σχέδιο) встречается в наборах:

Notes 18/01/2019 (a)