словарь английский - греческий

English - ελληνικά

device на греческом языке:

1. συσκευή συσκευή



Греческий слово "device«(συσκευή) встречается в наборах:

Οι 15 κύριοι όροι για τους υπολογιστές στα αγγλικά
Υλισμικό - Hardware