словарь английский - греческий

English - ελληνικά

bathroom на греческом языке:

1. τουαλέτα τουαλέτα



Греческий слово "bathroom«(τουαλέτα) встречается в наборах:

Δωμάτια του σπιτιού στα αγγλικά

2. μπάνιο μπάνιο



3. Το μπάνιο Το μπάνιο