словарь английский - греческий

English - ελληνικά

adulthood на греческом языке:

1. η περίοδος που κάποιος είναι ενήλικας



Греческий слово "adulthood«(η περίοδος που κάποιος είναι ενήλικας) встречается в наборах:

M 1a. 27 -1b. 17