словарь немецкий - греческий

Deutsch - ελληνικά

reisen на греческом языке:

1. ταξίδι ταξίδι



2. ταξίδια ταξίδια



Греческий слово "reisen«(ταξίδια) встречается в наборах:

Δραστηριότητες για τον ελεύθερο χρόνο στα γερμανικά