словарь немецкий - греческий

Deutsch - ελληνικά

groß на греческом языке:

1. μεγάλος μεγάλος


Ο κήπος μας είναι μεγάλος και έχει πολλά λουλούδια.

Греческий слово "groß«(μεγάλος) встречается в наборах:

Lektion 4Kb.S. 56

2. ψηλός ψηλός


Ο πατέρας της είναι πολύ ψηλός, ε;