словарь немецкий - греческий

Deutsch - ελληνικά

glücklich на греческом языке:

1. ευτυχισμένος ευτυχισμένος


Είμαι πολύ ευτυχισμένος να σε ξαναδώ.

Греческий слово "glücklich«(ευτυχισμένος) встречается в наборах:

Lektion 17 KB S. 100, 121
Lektion 14 KB S. 61