словарь вьетнамский - греческий

Tiếng Việt - ελληνικά

tội phạm на греческом языке:

1. έγκλημα έγκλημα



Греческий слово "tội phạm«(έγκλημα) встречается в наборах:

Εγκλήματα στα βιετναμέζικα

2. εγκληματίας εγκληματίας



Греческий слово "tội phạm«(εγκληματίας) встречается в наборах:

Εγκληματίες στα βιετναμέζικα