словарь турецкий - греческий

Türkçe - ελληνικά

sandalye на греческом языке:

1. καρέκλα καρέκλα



Греческий слово "sandalye«(καρέκλα) встречается в наборах:

Λεξιλόγιο για την τραπεζαρία στα τουρκικά
Έπιπλα στα τουρκικά