словарь турецкий - греческий

Türkçe - ελληνικά

merdiven на греческом языке:

1. σκάλα σκάλα



Греческий слово "merdiven«(σκάλα) встречается в наборах:

Εργαλεία εργαστηρίου στα τουρκικά
Δωμάτια του σπιτιού στα τουρκικά