словарь турецкий - греческий

Türkçe - ελληνικά

dikdörtgen на греческом языке:

1. ορθογώνιο παραλληλόγραμμο ορθογώνιο παραλληλόγραμμο



Греческий слово "dikdörtgen«(ορθογώνιο παραλληλόγραμμο) встречается в наборах:

Ονόματα σχημάτων στα τουρκικά