словарь турецкий - греческий

Türkçe - ελληνικά

şelale на греческом языке:

1. καταρράκτης καταρράκτης


Ο καταρράκτης είναι κοντά στη κατασκήνωση.

Греческий слово "şelale«(καταρράκτης) встречается в наборах:

Όροι για τη γεωγραφία στα τουρκικά