словарь турецкий - греческий

Türkçe - ελληνικά

çekiç на греческом языке:

1. σφυρί σφυρί


Δανείστηκα το σφυρί του πατέρα για να χτίσω ένα σκυλόσπιτο.

Греческий слово "çekiç«(σφυρί) встречается в наборах:

Εργαλεία εργαστηρίου στα τουρκικά