словарь русский - греческий

русский язык - ελληνικά

после на греческом языке:

1. μετά


Παρόλο που εσύ είσαι εντάξει μ'αυτό, κανείς άλλος δεν θα το δεχτεί. Θα με μαλώσουν μετά άρα...