словарь русский - греческий

русский язык - ελληνικά

знать на греческом языке:

1. ξέρω ξέρω


Δεν ξέρω.
Δεν ξέρω τίποτα γι'αυτήν.
Το μόνο που ξέρω είναι ότι έφυγε την περασμένη εβδομάδα.