словарь польский - греческий

język polski - ελληνικά

wtorek на греческом языке:

1. Τρίτη Τρίτη


Είναι τη τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Σερβίας.

Греческий слово "wtorek«(Τρίτη) встречается в наборах:

dni, miesiace, pory roku
czas - grecko-polski