словарь польский - греческий

język polski - ελληνικά

tydzień на греческом языке:

1. εβδομάδα


Το μόνο που ξέρω είναι ότι έφυγε την περασμένη εβδομάδα.

Греческий слово "tydzień«(εβδομάδα) встречается в наборах:

czas - grecko-polski
czas i liczby
ludzie - grecki-polski