словарь польский - греческий

język polski - ελληνικά

posiłek на греческом языке:

1. γεύμα γεύμα



Греческий слово "posiłek«(γεύμα) встречается в наборах:

Żywność Grecki

2. φαγητό φαγητό


Μου αρέσει το παραδοσιακό φαγητό.
Σου αρέσει το Ιταλικό φαγητό;