словарь польский - греческий

język polski - ελληνικά

parasol на греческом языке:

1. ομπρέλα ομπρέλα


Bρέχει σήμερα. Πού έχω όμως την ομπρέλα μου;
Η Χάνακο έχει ξεχάσει την ομπρέλα της πάλι.