словарь польский - греческий

język polski - ελληνικά

okno на греческом языке:

1. ένα παράθυρο ένα παράθυρο



2. το τζάμι το τζάμι



Греческий слово "okno«(το τζάμι) встречается в наборах:

słówka greckie

3. το παράθυρο το παράθυρο