словарь польский - греческий

język polski - ελληνικά

niesamowity на греческом языке:

1. καταπληκτική καταπληκτική



Греческий слово "niesamowity«(καταπληκτική) встречается в наборах:

μάθημα Νοεμβρίου

2. απίστευτο



3. καταπληκτικές



4. υπέροχος