словарь польский - греческий

język polski - ελληνικά

nauczycielka на греческом языке:

1. δασκάλα δασκάλα


Είσαι δασκάλα, δεν είναι;

Греческий слово "nauczycielka«(δασκάλα) встречается в наборах:

Δευτέρο μάθημα

2. η δασκάλα η δασκάλα