словарь польский - греческий

język polski - ελληνικά

kawiarnia на греческом языке:

1. καφενείο καφενείο



2. Η καφετέρια Η καφετέρια



3. καφετέρια καφετέρια


Φάγαμε μεσημεριανό σε μια μικρή καφετέρια.