словарь польский - греческий

język polski - ελληνικά

gazeta на греческом языке:

1. εφημερίδα εφημερίδα


Κάθησε κάτω και διάβασε την εφημερίδα.
Κάθησε και διάβασε την εφημερίδα.

Греческий слово "gazeta«(εφημερίδα) встречается в наборах:

Grecki A 2.1