словарь польский - греческий

język polski - ελληνικά

dlatego на греческом языке:

1. επειδή



2. γιατί


Αύριο θα πάω σχολείο, γιατί έχω εξετάσεις στο μάθημα της Ιστορίας.

Греческий слово "dlatego«(γιατί) встречается в наборах:

Δευτέρο μάθημα