словарь польский - греческий

język polski - ελληνικά

człowiek на греческом языке:

1. άνθρωπος άνθρωπος


Αυτός φαίνεται καλός άνθρωπος.

Греческий слово "człowiek«(άνθρωπος) встречается в наборах:

RZECZOWNIKI r. męski
słowniczek II

2. άντρας άντρας


Ένας άντρας ψάρευε στην απέναντι όχθη.

3. άνδρας άνδρας