словарь польский - греческий

język polski - ελληνικά

cielęcina на греческом языке:

1. μοσχαράκι μοσχαράκι



Греческий слово "cielęcina«(μοσχαράκι) встречается в наборах:

jedzonko Grecki

2. μοσχαρίσιο κρέας μοσχαρίσιο κρέας



3. μοσχαρίσιες μοσχαρίσιες



4. μοσχαρίσιο μοσχαρίσιο