словарь польский - греческий

język polski - ελληνικά

ale на греческом языке:

1. αλλά αλλά


Τα αγγλικά δεν είναι εύκολα, αλλά είναι ενδιαφέροντα.
Ο Πέτρος έχει μαύρα μαλλιά αλλά ο Λεχ έχει ξανθά.
Ήμαστε φτωχοί, αλλά ευτυχισμένοι.

Греческий слово "ale«(αλλά) встречается в наборах:

Wyrazy na "a".