словарь польский - греческий

język polski - ελληνικά

środowisko на греческом языке:

1. το περιβάλλον



Греческий слово "środowisko«(το περιβάλλον) встречается в наборах:

gr kino/film

2. περιβάλλον


Απλά αναρωτιέμαι πως περνάς και αν έχεις προσαρμοστεί στο νέο περιβάλλον.