словарь польский - греческий

język polski - ελληνικά

śnieg на греческом языке:

1. το χιόνι το χιόνι



2. χιόνι χιόνι


Τους αρέσει να παίζουν στο χιόνι.

3. ένα χιόνι ένα χιόνι