словарь нидерландский - греческий

Nederlands, Vlaams - ελληνικά

lezen на греческом языке:

1. διάβασμα διάβασμα


To διάβασμα έχει γίνει το πάθος μου από τα παιδικά μου χρόνια.

Греческий слово "lezen«(διάβασμα) встречается в наборах:

Δραστηριότητες για τον ελεύθερο χρόνο στα ολλανδικά