словарь итальянский - греческий

italiano - ελληνικά

ragazzo на греческом языке:

1. αγόρι αγόρι


Το νοητικό του επίπεδο είναι υψηλότερο απ'το μέσο αγόρι.

Греческий слово "ragazzo«(αγόρι) встречается в наборах:

ITALIAN WORDS