словарь итальянский - греческий

italiano - ελληνικά

camminare на греческом языке:

1. βόλτα βόλτα


Σήμερα βγήκα μια βόλτα στα μαγαζιά, αλλά δεν βρήκα κάτι να αγοράσω.
Κάνε μία βόλτα κάθε μέρα.