словарь английский - греческий

English - ελληνικά

toe на греческом языке:

1. δάχτυλο του ποδιού δάχτυλο του ποδιού



Греческий слово "toe«(δάχτυλο του ποδιού) встречается в наборах:

Μέρη του σώματος στα αγγλικά