словарь английский - греческий

English - ελληνικά

sociable на греческом языке:

1. κοινωνικός κοινωνικός



Греческий слово "sociable«(κοινωνικός) встречается в наборах:

Επίθετα προσωπικότητας στα αγγλικά
M 1b. 18 -1b. 61
Notes 28/06/2018 (a)