словарь английский - греческий

English - ελληνικά

person на греческом языке:

1. άτομο άτομο


Ένα άτομο περισσότερο ή λιγότερο δεν κάνει και μεγάλη διαφορά.

Греческий слово "person«(άτομο) встречается в наборах:

Κορυφαίες Αγγλικές Λέξεις 351 - 400
Άνθρωποι - People