словарь английский - греческий

English - ελληνικά

painting на греческом языке:

1. ζωγραφική ζωγραφική



Греческий слово "painting«(ζωγραφική) встречается в наборах:

Δραστηριότητες για τον ελεύθερο χρόνο στα αγγλικά

2. πίνακας ζωγραφικής πίνακας ζωγραφικής



Греческий слово "painting«(πίνακας ζωγραφικής) встречается в наборах:

Λεξιλόγιο για το καθιστικό στα αγγλικά