1. απαραίτητο
Греческий слово "necessary«(απαραίτητο) встречается в наборах:
Notes 28/06/2018 (a)2. υποχρεωτικό
Είναι υποχρεωτικό να έχεις βίζα εάν θες να εισέλθεις σε αυτή την χώρα.
Греческий слово "necessary«(υποχρεωτικό) встречается в наборах:
Κορυφαίες Αγγλικές Λέξεις 951 - 1000