словарь английский - греческий

English - ελληνικά

little на греческом языке:

1. μικρή μικρή


Όταν ήμουν μικρή, ήθελα να γίνω πριγκίπισσα.
Φάγαμε μεσημεριανό σε μια μικρή καφετέρια.

Греческий слово "little«(μικρή) встречается в наборах:

Κορυφαίες Αγγλικές Λέξεις 101 - 150