словарь английский - греческий

English - ελληνικά

cowardly на греческом языке:

1. δειλός δειλός


Αυτός είμαι εγώ - ο δειλός ανήμπορος να συλλέξει το κουράγιο του και να μάθει την αλήθεια.

Греческий слово "cowardly«(δειλός) встречается в наборах:

Notes 16/01/2018
LK1.-11B - LF1.13