словарь английский - греческий

English - ελληνικά

car на греческом языке:

1. αυτοκίνητο αυτοκίνητο



Греческий слово "car«(αυτοκίνητο) встречается в наборах:

Κορυφαίες Αγγλικές Λέξεις 201 - 250
Μέσα μεταφοράς στα αγγλικά
Αυτοκίνητο - Car
Αυτοκίνητο - Car