словарь английский - греческий

English - ελληνικά

boyfriend на греческом языке:

1. αγόρι αγόρι


Το νοητικό του επίπεδο είναι υψηλότερο απ'το μέσο αγόρι.

Греческий слово "boyfriend«(αγόρι) встречается в наборах:

Άνθρωποι - People