словарь немецкий - греческий

Deutsch - ελληνικά

können на греческом языке:

1. μπορώ μπορώ


Δεν μπορώ να σκεφτώ μια καλή δικαιολογία που άργησα για τον οδοντίατρο.
Δεν μπορώ να απαντήσω την ερώτησή σου.

Греческий слово "können«(μπορώ) встречается в наборах:

Lektion 4 Kb.S. 62, 63 Ab. S. 49, 50, 51
Lektion 9 Kb. S. 116, 117