словарь немецкий - греческий

Deutsch - ελληνικά

gut на греческом языке:

1. καλός καλός


Αυτός φαίνεται καλός άνθρωπος.
Ο καλός ο καπετάνιος στην φουρτούνα φαίνεται.

Греческий слово "gut«(καλός) встречается в наборах:

Lektion 4 Kb.S. 62, 63 Ab. S. 49, 50, 51