словарь немецкий - греческий

Deutsch - ελληνικά

feige на греческом языке:

1. Δειλός Δειλός


Αυτός είμαι εγώ - ο δειλός ανήμπορος να συλλέξει το κουράγιο του και να μάθει την αλήθεια.